εξατμιστήρας

εξατμιστήρας
ο
1. όργανο με το οποίο γίνεται η εξάτμιση.
2. (μηχ.), συσκευή για παραγωγή πόσιμου νερού με βρασμό θαλάσσιου, η οποία χρησιμοποιείται σε πλοία ή σε άνυδρες παραθαλάσσιες περιοχές.
3. συσκευή πετρελαιομηχανών με την οποία το ακάθαρτο πετρέλαιο μετατρέπεται σε ατμό με τη θερμότητα των αερίων της εκροής.
4. συσκευή που χρησιμοποιείται στην αποξήρανση των φρούτων, των λαχανικών, του γάλατος κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξατμιστήρας — ο 1. το όργανο με το οποίο γίνεται η αποβολή ατμού ή άλλων αερίων («εξατμιστήρας ατμομηχανής») 2. συσκευή ψυκτικής εγκαταστάσεως από την οποία το ψυκτικό υγρό εξατμίζεται και προκαλεί ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. εξατμιστήρ μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • βραστήρας — ο λέβητας ή εξατμιστήρας που χρησιμοποιείται για τον βρασμό υγρού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”